- λίζινγκ
- (leasing). Διεθνής αγγλικός όρος που υποδηλώνει τη χρηματοδοτική μίσθωση. Πρόκειται για ένα είδος χρηματοδότησης που αρχικά αφορούσε επιχειρήσεις και μεγάλα κεφαλαιουχικά στοιχεία (μηχανολογικό εξοπλισμό ή ακίνητα κλπ.), αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε ακόμη και σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγορές μικρότερης αξίας, όπως επιβατικά αυτοκίνητα ή εξοπλισμό γραφείου. Σε μια συμφωνία λ., ο μισθωτής (επιχείρηση) επιλέγει τον εξοπλισμό που χρειάζεται και ο εκμισθωτής (τράπεζα ή εταιρεία λ.) τον αγοράζει για λογαριασμό του μισθωτή. Στη συνέχεια η επιχείρηση νοικιάζει από εκμισθωτή τον εξοπλισμό αυτό με προσυμφωνημένο τίμημα και για προσυμφωνημένη περίοδο. Στο τέλος της περιόδου έχει δικαίωμα, αλλά όχι απαραίτητα υποχρέωση, να αγοράσει τον εξοπλισμό έναντι πάλι προσυμφωνημένου και συνήθως συμβολικού τιμήματος (συνήθως τότε πλησιάζει η εξάντληση της διάρκειας ζωής του εξοπλισμού). Τα πλεονεκτήματα σε σχέση με ένα κανονικό δάνειο είναι κυρίως τρία: ο χρηματοδότης διατηρεί την κυριότητα του εξοπλισμού, συνεπώς είναι περισσότερο εξασφαλισμένος απ’ ό,τι με ένα κανονικό –έστω και ενυπόθηκο– δάνειο και άρα μπορεί να δεχτεί χαμηλότερο επιτόκιο (εφόσον είναι μικρότερος ο κίνδυνος του δανείου). Σε περίπτωση που ο μισθωτής-χρηματοδοτούμενος δεν μπορεί να πληρώσει το μίσθωμα, τότε απλά ο χρηματοδότης αποσύρει τον εξοπλισμό και τον μεταπωλεί χωρίς να χρειαστεί να υποβληθεί σε χρονοβόρες νομικές διαδικασίες. Επίσης, ο ισολογισμός της επιχείρησης εμφανίζεται πιο υγιής καθώς δεν καταγράφει στο παθητικό δανειακή επιβάρυνση για την αγορά του εξοπλισμού (αλλά βέβαια ούτε και την αξία του εξοπλισμού στο ενεργητικό), παρά μόνο δαπάνη για μισθώματα στον λογαριασμό αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η φορολογική μεταχείριση είναι συχνά καλύτερη, καθώς η δαπάνη για την αγορά του εξοπλισμού κατανέμεται σε πολλά μισθώματα, σε περισσότερες χρήσεις που αντιστοιχούν στη διάρκεια ζωής του εξοπλισμού. Διαφέρει, επομένως, από μία εφάπαξ αγορά για την οποία πρέπει στη συνέχεια να γίνεται αναπροσαρμογή της αξίας και αποσβέσεις, καθώς και αφαίρεση των δόσεων του δανείου. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα ποικίλλουν ανάλογα με τη νομοθεσία της κάθε χώρας, αλλά παλαιότερα ήταν γενικώς μεγαλύτερα – σήμερα έχει απλοποιηθεί και η φορολογική αντιμετώπιση των αγορών με κανονικό δανεισμό. Μια ειδικότερη μορφή του λ. αποτελεί το λίζμπακ (leaseback), όταν η επιχείρηση-ιδιοκτήτης ενός ακινήτου πωλεί σε μία τράπεζα ή εταιρεία λ. το ακίνητο και αμέσως κάνει συμφωνία λ. πάνω σε αυτό. Σκοπός της πράξης είναι η απελευθέρωση του κεφαλαίου που έχει δεσμευτεί πάνω στο ακίνητο από την επιχείρηση για άλλες χρήσεις χωρίς να χαθεί η πρωταρχική χρήση του, ενώ στο τέλος της συμφωνίας λ. η ιδιοκτησία θα επιστρέψει στην επιχείρηση. Σκοπός και σε αυτήν την περίπτωση είναι η εκμετάλλευση των χρηματοδοτικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων του λ. σε σχέση με έναν δανεισμό όπου υποθηκεύεται το ακίνητο, που θα ήταν η εναλλακτική λύση για τον ίδιο αποτέλεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.